δραχμῆς

δραχμῆς
δραχμή
as much as one can hold in the hand
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λεπτό — Υποδιαίρεση μονάδων μέτρησης (βλ. λ. μέτρηση και μέτρο). 1. Χρονική μονάδα ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας. 2. Μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. 3. Νομισματική μονάδα, ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ. * * * και λεφτό, το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • δραχμή — Αργυρό νόμισμα που αποτελούσε τη βάση του νομισματικού συστήματος στην αρχαία Ελλάδα. Δ. έκοβαν οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας και οι ελληνικές αποικίες από το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. Το βάρος της διέφερε ανάλογα με το σύστημα σταθμών που… …   Dictionary of Greek

  • δεκάλεπτος — η, ο 1. αυτός που έχει διάρκεια δέκα πρώτων λεπτών τής ώρας («δεκάλεπτο διάλειμμα») 2. αυτός που έχει αξία δέκα λεπτών τής δραχμής («δεκάλεπτο χαρτόσημο») 3. το ουδ. ως ουσ. το δεκάλεπτο α) παλιότερο μετάλλινο νόμισμα με αξία δέκα λεπτών, δέκα… …   Dictionary of Greek

  • διολίσθηση — η 1. γλίστρημα 2. διαφυγή 3. φρ. «διολίσθηση δραχμής, μάρκου, κ.λπ.» βαθμιαία, κατ΄ αντίθεση προς την άμεση, υποτίμηση τής αξίας τής δραχμής κ.λπ. έναντι άλλων νομισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < διολισθαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα… …   Dictionary of Greek

  • μονόδραχμος — η, ο (Α μονόδραχμος, ον) αυτός που έχει αξία μιας δραχμής νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μονόδραχμο νόμισμα μιας δραχμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + δραχμος (< δραχμή)] …   Dictionary of Greek

  • μονόλεπτος — και μονόλεφτος, η, ο 1. αυτός που έχει αξία ενός λεπτού τής δραχμής 2. αυτός που διαρκεί ένα μόνο πρώτο λεπτό τής ώρας («μονόλεπτη σιγή») 3. το ουδ. ως ουσ. το μονόλεπτο παλαιό νόμισμα αξίας ενός λεπτού τής δραχμής …   Dictionary of Greek

  • οβολός — Αρχαίο ελληνικό ασημένιο νόμισμα, ίσο με το ένα έκτο της δραχμής. Η ονομασία ο. αποτελεί διάφορο τύπο της λέξης οβελός με την οποία, πριν από την εμφάνιση του νομίσματος, χαρακτηρίζονταν τα σιδερένια σουβλιά που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες …   Dictionary of Greek

  • Триантафиллу, Клеон — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Триантафиллу. Клеон Триантафиллу греч. Κλέων Τριανταφύλλου Род деятельности: поэт …   Википедия

  • Макрис, Орестис — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Макрис. Орестис Макрис греч. Ορέστης Μακρής Род деятельности: актер …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”